πικρόχολος — full of bitter bile masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρόχολος — η, ο / πικρόχολος, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που συμπεριφέρεται σαν πικρή χολή, δύσθυμος, στρυφνός, αντιπαθητικός 2. γεμάτος πικράδα, γεμάτος κακία (α. «πικρόχολη απάντηση» β. «πικρόχολα λόγια») μσν. αρχ. χολώδης, χολερικός. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
πικρόχολον — πικρόχολος full of bitter bile masc/fem acc sg πικρόχολος full of bitter bile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικροχόλοις — πικρόχολος full of bitter bile masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικροχόλοισι — πικρόχολος full of bitter bile masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικροχόλοισιν — πικρόχολος full of bitter bile masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικροχόλου — πικρόχολος full of bitter bile masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικροχόλους — πικρόχολος full of bitter bile masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικροχόλων — πικρόχολος full of bitter bile masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικροχόλῳ — πικρόχολος full of bitter bile masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)